- μεταλλειολόγος
- οο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τον εντοπισμό και τη μελέτη των μετάλλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταλλειολόγος — ο,η 1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία 2. μηχανικός μεταλλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
Τρικαλινός, Ιωάννης — (Συρράκο Hπείρου 1888 – ;). Έλληνας γεωλόγος και μεταλλειολόγος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη διάρκεια της θητείας του ως βοηθός του Γεωλογικού και Παλαιοντολογικού Εργαστηρίου κατασκεύασε σειρά ανάγλυφων χαρτών… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
μεταλλειολογία — η κλάδος τών φυσικών επιστημών που μελετά τα μέταλλα, τα μεταλλεία και τα μεταλλεύματα, περιγράφει τη δημιουργία τών μεταλλευμάτων και την κατανομή τους μέσα στον φλοιό τής Γης, καθώς και τις μεθόδους ανεύρεσης και ανόρυξής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Βράνγκελ, Πιοτρ Νικολάγιεβιτς, βαρόνος — (Baron Piotr Nikolayevich Wrangel, 1878 – 1928). Ρώσος στρατηγός. Σπούδασε μεταλλειολόγος και κατατάχτηκε εθελοντής στο σύνταγμα έφιππης φρουράς της Πετρούπολης. Το 1902 έγινε αξιωματικός και πήρε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, όπως αργότερα και … Dictionary of Greek
Κλέβε, Περ Τέοντορ — (Per Teodor Cleve, Στοκχόλμη 1840 – Ουψάλα 1905). Σουηδός χημικός και μεταλλειολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Οι μεταλλειολογικές του έρευνες σε σπάνιες γαίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο νέων στοιχείων… … Dictionary of Greek
Κούνκελ, Γιόχαν — (Johann Kunckel von Lowenstein, Χούτεν Γερμανία 1630 ή 1638 – Σουηδία 1703). Γερμανός χημικός και μεταλλειολόγος. Αφού εργάστηκε ως χημικός και φαρμακοποιός στην υπηρεσία του εκλέκτορα της Σαξονίας, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου ανέλαβε τη… … Dictionary of Greek
Μπραβέ, Ογκίστ — (Auguste Bravais, Ανονέ 1811 – Βερσαλίες 1863). Γάλλος φυσικός και μεταλλειολόγος. Σε αυτόν οφείλεται η θεωρία των κρυσταλλικών πλεγμάτων, που επιβεβαιώθηκε αργότερα με τα πειράματα διάθλασης με ακτίνες X. Εδραίωσε επίσης την πιθανότητα ύπαρξης… … Dictionary of Greek
Τρέβιθικ, Ρίτσαρντ — (Trevithick, Ίλογκαν 1771 – Ντάρτφορντ 1833). Άγγλος μηχανικός και εφευρέτης. Μεταλλειολόγος αρχικά στην Κορνουάλη, κατασκεύασε το 1802 οδικό όχημα με ατμομηχανή και 2 χρόνια αργότερα (1804) το πρώτο τραμ του κόσμου. Τέλος, κατόρθωσε να κάνει… … Dictionary of Greek
Χάινιτς, Φρίντριχ - Άντον βαρόνος του- — (Heinitz, 1725 – 1802). Γερμανός μεταλλειολόγος και οικονομολόγος. Σπούδασε στη Δρέσδη και στο Φρίμπουργκ και μετά το τέλος των σπουδών του αρχικά εργάστηκε σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1763 διορίστηκε γενικός διευθυντής των μεταλλουργικών… … Dictionary of Greek